Ομοιοπαθητική Ιατρική και Οδοντιατρική


Η ομοιοπαθητική βλέπει τον άνθρωπο ολιστικά, δηλαδή, ως ένα αδιάσπαστο σύνολο σώματος, πνεύματος και ψυχής, το οποίο πρέπει να βρίσκεται σε αρμονική ισορροπία. Θεωρεί την όποια ασθένεια συνολική βλάβη και τα συμπτώματά της (τον πυρετό, τον πόνο κλπ.) παρενέργειες που την οδηγούν στη ρίζα του προβλήματος και τα οποία διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή. Γι' αυτό ακριβώς και αντιμετωπίζει κάθε περίπτωση ξεχωριστά, ακόμα κι αν πρόκειται για άτομα με την ίδια πάθηση.

Ακολουθώντας τις ίδιες διαγνωστικές μεθόδους με την κλασική ιατρική, η ομοιοπαθητική αξιολογεί την προσωπικότητα, τις συνήθειες και τις προτιμήσεις κάθε ασθενούς πριν του προτείνει την αυστηρά εξατομικευμένη θεραπεία της. Η οποία μάλιστα περιλαμβάνει απολύτως φυσικά και χωρίς καμιά χημική επεξεργασία φάρμακα. Με άλλα λόγια, φάρμακα χωρίς παρενέργειες και τοξικότητα. Γι' αυτό τα ομοιοπαθητικά φάρμακα θεωρούνται ασφαλή τόσο για βρέφη, τούς ηλικιωμένους​ όσο και για εγκύους.


Βασικός στόχος του θεραπευτικού αυτού συστήματος είναι να επαναφέρει και να συντηρήσει την ισορροπία του ατόμου, ώστε ο οργανισμός του να μπορεί στο μέλλον να αντιδρά εξισορροπητικά σε ο, τι τον προκαλεί να ασθενήσει παραμένοντας υγιής. Και για να το επιτύχει αυτό ακολουθεί την αρχή του ομοίου, την οποία είχε διατυπώσει και ο Ιπποκράτης από τις λέξεις όμοιος και πάθος. Σύμφωνα με αυτή, η ουσία που μπορεί να προκαλέσει συγκεκριμένα συμπτώματα σε ένα υγιές παιδί, η ίδια μπορεί και να τα θεραπεύσει όταν είναι άρρωστο. Όμως, τι θα μας έπειθε να εμπιστευτούμε τις μεθόδους της ομοιοπαθητικής και για τόν εαυτό μας καθώς και γιά​ το δικό μας παιδί;

Crash test: Ομοιοπαθητική vs κλασική ιατρική

Η φιλοσοφία: Στην αντίληψη της ομοιοπαθητικής η έννοια του ασθενούς υπερισχύει της ασθένειας και η αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας είναι ολιστική μεν, προσωπική δε. Έτσι, π. χ., ανεμοβλογιά από ανεμοβλογιά έχει διαφορά, αφού κάθε παιδί που αρρωσταίνει από αυτήν αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τον ομοιοπαθητικό γιατρό. Στην κλασική ιατρική η έννοια της ασθένειας και των συμπτωμάτων της υπερισχύει αυτής του ασθενούς. Έτσι,​ π.χ.​ η φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία της ανεμοβλογιάς είναι κοινή για όλα τα παιδιά, όσο βαριά ή ελαφριά κι αν την περνάει το καθένα.

Η κατάλληλη ηλικία: Στην ομοιοπαθητική δεν υπάρχει περιορισμός​ ηλικιών​. Από τις πρώτες κιόλας μέρες που ένα ​παιδί θα έρθει στον κόσμο μπορεί να κάνει ομοιοπαθητική​ θεραπεία​. Υπάρχουν παιδίατροι που προτιμούν να περιμένουν τουλάχιστον ως τον έκτο μήνα της ζωής ενός μωρού πριν προχωρήσουν στην εφαρμογή της, κι αυτό για να μπορέσουν να σχεδιάσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια το σωστό σκεύασμα. Άλλοι πάλι θεωρούν πως όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα. Η κλασική ιατρική παρακολουθεί στενά και με επιτυχία την ανάπτυξη και την κατάσταση της υγείας κάθε μωρού πριν καν έρθει η στιγμή της γέννησής του​ καί ομοίως ενεργεί όσον αφορά στίς μεγάλες ηλικίες.

Στο ιατρείο: Η επίσκεψη στον ομοιοπαθητικό γιατρό​, ό οποίος γενικά είναι ιατρός μέ κλασσική Πανεπιστημιακή κατάρτιση καί επίσημη ειδικότητα, ​ ​θά διαρκέσει περισσότερο από μια επίσκεψη ρουτίνας, ειδικά αν είναι η πρώτη φορά.

Οι ερωτήσεις για τις συνήθειες, τις προτιμήσεις και τις αντιδράσεις του ​ατόμου, το περιβάλλον και τις συνθήκες στο οποίο ​εξελίσσεται καί ζεί αποδεικνύονται πολύ πιο λεπτομερείς - και χρονοβόρες - απ' ό,τι υποθέτει κανείς αρχικά. Κι αυτό γιατί οι απαντήσεις που πρέπει να δώσει για τα συμπτώματα ή την προσωπικότητα του ​ασθενούς πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς.

Σε αυτές τις πληροφορίες θα βασιστεί ο γιατρός για να καταλήξει στη σύνθεση του καταλληλότερου ​θεραπευτικού​ σκευάσματος. Εξίσου ακριβείς οφείλουν να είναι οι απαντήσεις μας στις ερωτήσεις οποιουδήποτε ​ιατρο​ύ. Και όπως ακριβώς ένας κλασικός ​ι​ατρ​ός εξετάζει σωματικά και ακροάζεται ένα​ν ασθενή ή ζητά επιπλέον αναλύσεις που θα πιστοποιήσουν την καλή υγεία του ή θα ενισχύσουν τη διάγνωσή του σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα, έτσι και ο ομοιοπαθητικός​ ιατρός ​ δεν περιορίζεται στις ερωτήσεις.

Τα φάρμακα: Τα φάρμακα της ομοιοπαθητικής, προερχόμενα από τη φύση, δεν έχουν παρενέργειες, αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και δεν προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις. Δεν είναι τοξικά και ενδείκνυνται και για μακροχρόνιες θεραπείες. Δεν επιβαρύνουν το στομάχι​,νεφρά, συκώτι ​ και σε περίπτωση υπερδοσολογίας, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, επειδή τα ομοιοπαθητικά φάρμακα, τα οποία συχνά προέρχονται από βιολογικά ενεργές ουσίες (από φυτά, ζωντανούς οργανισμούς ή ορυκτά), δεν έχουν υποστεί χημική επεξεργασία και είναι ​ιδαιτέρως ​πολύ αραιωμένα. Τα ομοιοπαθητικά μπορούν να συνδυαστούν με φάρμακα της κλασικής ιατρικής, αλλά αποφεύγεται να χορηγούνται παράλληλα με αντιβιοτικά και κορτιζόνη, καθώς αποδυναμώνεται η δράση τους. Τα κλασικά φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν αλλεργίες ή άλλες παρενέργειες, ενώ η βιοχημική αντίδρασή τους δεν στοχεύει και στην αποκατάσταση της ισορροπίας στον οργανισμό, σε αντίθεση με τα ομοιοπαθητικά, που αποσκοπούν στη μόνιμη αποκατάσταση της ισορροπίας στο σώμα. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια οι παιδίατροι αποφεύγουν να συνταγογραφούν αντιβιοτικά ​ πρίν βεβαιωθούν απόλυτα ότι η χορήγησή τους είναι απολύτως αναγκαία και αφήνουν, π. χ., την ίωση να κάνει τον κύκλο της.

Η δράση των φαρμάκων: Συχνά,​ ​αλλά όχι κατά κανόνα, τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δρουν πιο γρήγορα σε σχέση με τα κλασικά​ ( σέ οξείες καταστάσεις )​. Στα παιδιά​ ειδικά ​ η βελτίωση μπορεί να είναι θεαματική - ειδικά σε οξείες περιπτώσεις - και μάλιστα με μία μόνο δόση φαρμάκου. Αυτό συμβαίνει επειδή τα συστατικά του λειτουργούν σαν καταλύτης ωθώντας το σώμα να ενεργοποιήσει και να πολλαπλασιάσει τη φυσική διαδικασία ανάρρωσης. Στην περίπτωση, π. χ., μιας ίωσης το ομοιοπαθητικό φάρμακο δρα συνήθως μέσα σε έξι ώρες. Σε αυτό το διάστημα μπορεί τα συμπτώματα να ενταθούν. Τέτοιες θεραπευτικές κρίσεις που διαρκούν λίγο δηλώνουν πως το φάρμακο λειτουργεί. Τόσο χρειάζεται για να επιταχύνει κατά κάποιο τρόπο τον κύκλο της ίωσης και τα συμπτώματά της να υποχωρήσουν. Οπότε η επανάληψη θεωρείται περιττή. Στην κλασική ιατρική, ​ π.χ. ​τα αντιπυρετικά χρειάζονται μισή με μία ώρα για να αρχίσουν να δρουν και τα αντιβιοτικά τουλάχιστον ένα με δύο εικοσιτετράωρα. Και τα δυο χρήζουν αρκετών επαναλήψεων. Η αλόγιστη χρήση τους από τους ​πάσχοντες που δεν συμβουλεύονται τον ​σχετκό ιατρό πριν ανοίξουν το φαρμακείο του σπιτιού συχνά καμουφλάρει τα συμπτώματα κάποιας άλλης ασθένειας και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη διάγνωση.

Διάρκεια αποτελέσματος: Η ομοιοπαθητική στοχεύει στα μόνιμα αποτελέσματα και στην εξάλειψη της νόσου ώστε να μην υπάρχει πια ανάγκη λήψης φαρμάκων είτε ομοιοπαθητικών είτε βέβαια συμβατικών. Τα φάρμακα χορηγούνται άπαξ με σκοπό να προκαλέσουν το σώμα να αντιδράσει στην ασθένεια εκ των έσω δυναμικά, άμεσα και χωρίς υποτροπές. Σε περίπτωση που η θεραπευτική διαδικασία δεν έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, ο γιατρός μπορεί να συστήσει δεύτερη δόση από ένα νέο σκεύασμα επανασχεδιασμένο ώστε να είναι ακόμα πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασίατου ​ατόμου.

Από την άλλη​ πλευρά​, πολλά φάρμακα της κλασικής ιατρικής, όπως αντιβιοτικά, κορτιζόνη ή αλοιφές με στεροειδή συχνά βελτιώνουν προσωρινά ένα πρόβλημα, που μπορεί να επανεμφανιστεί ή - ακόμα χειρότερα - να γίνει χρόνιο και να επιστρέφει με την πρώτη ευκαιρία, όπως συμβαίνει με το άσθμα και τις αλλεργίες.

Επιπτώσεις στο ανοσοποιητικό

Η ομοιοπαθητική έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει την άμυνα του οργανισμού ​συνολικά, θωρακίζοντάς το σταδιακά με φυσικές μεθόδους, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό όταν έχουμε να κάνουμε με βρέφη και μικρά παιδιά, που το σώμα τους αναπτύσσεται και το νευρικό τους σύστημα ακόμα αποκαθιστά την επικοινωνία του με το ενδοκρινικό και το ανοσοποιητικό αλλά και με τα διάφορα όργανα. Μεγαλύτερο τεστ ανοσίας παραμένει η έναρξη της σχολικής χρονιάς​ γιά τά παιδιά ​ και η έμπρακτη αντίσταση απέναντι στις πάσης φύσεως ιώσεις που φέρνει μαζί της. Και αν το μικρό σας τελικά αρρωστήσει, θα αναρρώσει ταχύτατα και χωρίς απαραίτητα να χρειαστεί να επικοινωνήσετε με το γιατρό. Το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών ​ καί τών ηλικιωμένων ​είναι πιο ευάλωτο απέναντι στα κλασικά φάρμακα, που συχνά το αποδυναμώνουν. Δεν είναι λίγοι οι γονείς που δίνουν αντιβίωση στο παιδί τους ακόμη και για ένα κοινό κρυολόγημα ή σιρόπι με τον πρώτο κιόλας βήχα, βοηθώντας έτσι τα μικρόβια να γίνουν πιο ανθεκτικά και το πρόβλημα να επανεμφανίζεται.



Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε με τη Δρ Εύα Α. Δουβάρα.

Τηλ: 210 7224224 - Κιν: 6932 486648